Σκοπός της εξέτασης είναι να διαγνωστεί πιθανή συγγενή καρδιοπάθεια του εμβρύου.
Ένα στα διακόσια περίπου παιδιά γεννιέται με καρδιακό πρόβλημα, ενώ η διάγνωση των συγγενών καρδιοπαθειών μπορεί να πραγματοποιηθεί με ακρίβεια πριν τη γέννηση σε ποσοστό 90%.
Συνηθέστερες ενδείξεις είναι:
- Αυξημένη αυχενική διαφάνεια
- Ανεπάρκεια της τριχλώχινας βαλβίδας στο υπερηχογράφημα πρώτου τριμήνου (Αυχενική διαφάνεια)
- Αυξημένη πιθανότητα χρωμοσωμικής ανωμαλίας του εμβρύου
- Εύρεση συγγενούς καρδιοπάθειας ή σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου στο υπερηχογράφημα ανατομίας (Β’ Επιπέδου)
- Εμβρυϊκός ύδρωπας
- Οικογενειακό ιστορικό συγγενών καρδιοπαθειών
- Λήψη φαρμάκων από την μητέρα (αντιεπιληπτικά κ.ά.)
- Προϋπάρχων ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης της μητέρας
- Μονοχοριακή δίδυμη κύηση
- Ύπαρξη αυτοάνοσων αντισωμάτων (Anti-La, Anti-Ro)
- Επιθυμία της μητέρας
Η υπερηχογραφική εξέταση της καρδιάς του εμβρύου πραγματοποιείται συνήθως μεταξύ 18ης και 20ης εβδομάδας κύησης, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί και από την 13η-14η εβδομάδα της εγκυμοσύνης.
Περιλαμβάνει την αναλυτική εξέταση της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων του θώρακα του εμβρύου λαμβάνοντας συγκεκριμένες υπερηχογραφικές τομές, επιπρόσθετες αυτών που λαμβάνονται κατά το αναλυτικό υπερηχογράφημα ανατομίας – Β΄ επιπέδου . Στις περιπτώσεις που εντοπίζεται συγγενής καρδιοπάθεια, οι γονείς ενημερώνονται έγκαιρα για την πρόγνωση της πάθησης και τους τρόπους αντιμετώπισή της.